οὐδαμοῖ

οὐδαμοῖ
οὐδᾰμ-οῖ, Adv. of οὐδαμός,
A to no place, no-whither, restd. for οὐδαμοῦ in Ar.V.1188, X.HG5.2.8, An.6.3.16(14);

οὐ γὰρ ἤλθομεν οὐ. τῆς Θρᾴκης D.23.166

, cf. Hdn.Gr.1.502.—Cf. μηδαμοῖ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ουδαμοί — οὐδαμοῑ (Α) επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. οῖ (πρβλ. μηδαμ οί)] …   Dictionary of Greek

  • οὐδαμοῖ — to no place indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμοί — οὐδαμός not any one masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”